ακτινοδιαγνωστική

ακτινοδιαγνωστική
Η χρησιμοποίηση ακτινοβολιών για ιατρικούς, διαγνωστικούς σκοπούς. Βλ. λ. ακτινολογία.
* * *
η Ιατρ.
η χρησιμοποίηση μηχανημάτων ακτίνων Χ και ιοντίζουσας ή μη ακτινοβολίας για τον προσδιορισμό και την εντόπιση παθολογικών διαταραχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. «ακτίνα + διαγνωστική
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. radiodiagnostics].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακτινοδιαγνωστική — η (ιατρ.), η διαπίστωση ασθενειών των εσωτερικών οργάνων του σώματος ή των οστών με ακτινογραφία ή ακτινοσκόπηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινοσκόπηση — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία προβάλλονται, σε κατάλληλες οθόνες, τα διάφορα όργανα του σώματος κατά τη λειτουργία τους. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η παρατήρηση εσωτερικών οργάνων τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια τών ακτίνων …   Dictionary of Greek

  • ακτινοκυμογραφία — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος, κυρίως για τη μελέτη της καρδιάς και του μεσοθωρακίου· απεικονίζονται οι κινήσεις των ακραίων περιοχών ενός οργάνου. Με τη βοήθεια μετατοπιζόμενου διαφράγματος επιτυγχάνεται η ακτινογράφηση των διαδοχικών κινήσεων ενός… …   Dictionary of Greek

  • πετασματογραφία — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί τα φωτογραφικά είδωλα ειδικών πλακών. Η πετασματογραφική εξέταση γίνεται με ειδικές συσκευές, τα βασικά μέλη των οποίων είναι μια πηγή ακτίνων X, ένα φθορίζον πέτασμα ιδιαίτερης λαμπρότητας και… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • τομογραφία — Ακτινολογική τεχνική με την οποία εξασφαλίζουμε την ακτινογραφική εικόνα ενός λεπτού στρώματος του σώματος του ατόμου που εξετάζουμε. Για να την κατορθώσουμε μετατοπίζουμε ταυτόχρονα την πηγή των ακτίνων και την πλάκα γύρω από ένα νοητό άξονα που …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει την ειδικότητα τής ακτινολογίας, που ασχολείται δηλ. με την ακτινοδιαγνωστική ή την ακτινοθεραπευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινολογία, πρβλ. αγγλ. radiologist] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοδιαγνωστική — η, Ν η ακτινοδιαγνωστική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”